φωτοφανής

φωτοφανής
-ές, ΝΜΑ
πολύ λαμπρός.
επίρρ...
φωτοφανῶς Μ
με λαμπρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)-* + -φανής (< φαίνω, -ομαι), πρβλ. ἀστρο-φανής, χρυσο-φανής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… …   Dictionary of Greek

  • φωτοφάνεια — η, ΝΜΑ, και φωτοφάνια Α [φωτοφανής] εμφάνιση φωτός νεοελλ. οπτική ψευδαίσθηση, φωτοψία αρχ. εκκλ. 1. παρουσία Θεού 2. πνευματικός φωτισμός, μετάδοση θείας χάρης …   Dictionary of Greek

  • ИОАНН ПРЕДТЕЧА — [Иоанн Креститель; греч. ᾿Ιωάννης ὁ Πρόδρομος], крестивший Иисуса Христа, последний ветхозаветный пророк, открывший избранному народу Иисуса Христа как Мессию Спасителя (пам. 24 июня Рождество Иоанна Предтечи, 29 авг. Усекновение главы Иоанна… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”